ταυτοχρονισμός

ταυτοχρονισμός
ο, Ν
1. η ισότητα διάρκειας δύο φαινομένων
2. (μαθ.-φυσ.) η ιδιότητα ενός υλικού σημειακού σώματος που, αν αφεθεί να ολισθήσει, χωρίς αρχική ταχύτητα, διαγράφει μια ταυτόχρονη καμπύλη
3. φρ. «σημείο ταυτοχρονισμού» — σημείο Μ μιας ταυτόχρονης καμπύλης τέτοιο ώστε ένα υλικό σημειακό σώμα που αφήνεται από μια τυχαία θέση τής καμπύλης και κινείται υπό την επίδραση καθορισμένων δυνάμεων να χρειάζεται πάντοτε τον ίδιο χρόνο για να φθάσει στο σημείο Μ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτόχρονος + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”